Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληρουργία
σκληρουργός
σκληροφθαλμία
σκληρόφθαλμος
σκληρόφυής
σκληρόφυλλος
σκληρόψυχος
σκληρόω
σκληρυντικός
σκληρύνω
σκληρυσμός
σκλήρωμα
σκλήρωσις
σκληφρός
σκνιπαῖος
σκνιπολογέω
σκνιπός
σκνιπός2
σκνιποφάγος
σκνίπτω
σκνιφαῖος
View word page
σκληρυσμός
hardening, induration

ShortDef

hardening, induration

Debugging

Headword:
σκληρυσμός
Headword (normalized):
σκληρυσμός
Headword (normalized/stripped):
σκληρυσμος
IDX:
80364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80365
Key:

Data

{'content': 'hardening, induration'}