Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκληροτυχής
σκληρουργία
σκληρουργός
σκληροφθαλμία
σκληρόφθαλμος
σκληρόφυής
σκληρόφυλλος
σκληρόψυχος
σκληρόω
σκληρυντικός
σκληρύνω
σκληρυσμός
σκλήρωμα
σκλήρωσις
σκληφρός
σκνιπαῖος
σκνιπολογέω
σκνιπός
σκνιπός2
σκνιποφάγος
σκνίπτω
View word page
σκληρύνω
to harden
ShortDef
to harden
Debugging
Headword:
σκληρύνω
Headword (normalized):
σκληρύνω
Headword (normalized/stripped):
σκληρυνω
IDX:
80363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80364
Key:
Data
{'content': 'to harden'}