Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληροτράχηλος
σκληροτυχής
σκληρουργία
σκληρουργός
σκληροφθαλμία
σκληρόφθαλμος
σκληρόφυής
σκληρόφυλλος
σκληρόψυχος
σκληρόω
σκληρυντικός
σκληρύνω
σκληρυσμός
σκλήρωμα
σκλήρωσις
σκληφρός
σκνιπαῖος
σκνιπολογέω
σκνιπός
σκνιπός2
σκνιποφάγος
View word page
σκληρυντικός
hardening

ShortDef

hardening

Debugging

Headword:
σκληρυντικός
Headword (normalized):
σκληρυντικός
Headword (normalized/stripped):
σκληρυντικος
IDX:
80362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80363
Key:

Data

{'content': 'hardening'}