Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληροτυχής
σκληρουργία
σκληρουργός
σκληροφθαλμία
σκληρόφθαλμος
σκληρόφυής
σκληρόφυλλος
σκληρόψυχος
σκληρόω
σκληρυντικός
σκληρύνω
σκληρυσμός
σκλήρωμα
σκλήρωσις
σκληφρός
σκνιπαῖος
σκνιπολογέω
σκνιπός
σκνιπός2
View word page
σκληρόω
harden

ShortDef

harden

Debugging

Headword:
σκληρόω
Headword (normalized):
σκληρόω
Headword (normalized/stripped):
σκληροω
IDX:
80361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80362
Key:

Data

{'content': 'harden'}