Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκληροσώματος
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληροτυχής
σκληρουργία
σκληρουργός
σκληροφθαλμία
σκληρόφθαλμος
σκληρόφυής
σκληρόφυλλος
σκληρόψυχος
σκληρόω
σκληρυντικός
σκληρύνω
σκληρυσμός
σκλήρωμα
σκλήρωσις
σκληφρός
σκνιπαῖος
σκνιπολογέω
σκνιπός
View word page
σκληρόψυχος
hard-hearted
ShortDef
hard-hearted
Debugging
Headword:
σκληρόψυχος
Headword (normalized):
σκληρόψυχος
Headword (normalized/stripped):
σκληροψυχος
IDX:
80360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80361
Key:
Data
{'content': 'hard-hearted'}