Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληρόστρακος
σκληροσώματος
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληροτυχής
σκληρουργία
σκληρουργός
σκληροφθαλμία
σκληρόφθαλμος
σκληρόφυής
σκληρόφυλλος
σκληρόψυχος
σκληρόω
σκληρυντικός
σκληρύνω
σκληρυσμός
σκλήρωμα
σκλήρωσις
σκληφρός
σκνιπαῖος
σκνιπολογέω
View word page
σκληρόφυλλος
with hard leaves

ShortDef

with hard leaves

Debugging

Headword:
σκληρόφυλλος
Headword (normalized):
σκληρόφυλλος
Headword (normalized/stripped):
σκληροφυλλος
IDX:
80359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80360
Key:

Data

{'content': 'with hard leaves'}