Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκληρόστομος
σκληρόστρακος
σκληροσώματος
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληροτυχής
σκληρουργία
σκληρουργός
σκληροφθαλμία
σκληρόφθαλμος
σκληρόφυής
σκληρόφυλλος
σκληρόψυχος
σκληρόω
σκληρυντικός
σκληρύνω
σκληρυσμός
σκλήρωμα
σκλήρωσις
σκληφρός
σκνιπαῖος
View word page
σκληρόφυής
of hard, harsh nature, tough
ShortDef
of hard, harsh nature, tough
Debugging
Headword:
σκληρόφυής
Headword (normalized):
σκληρόφυής
Headword (normalized/stripped):
σκληροφυης
IDX:
80358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80359
Key:
Data
{'content': 'of hard, harsh nature, tough'}