Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκλῆρος
σκληρός
σκληρόσαρκος
σκληρόστομος
σκληρόστρακος
σκληροσώματος
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληροτυχής
σκληρουργία
σκληρουργός
σκληροφθαλμία
σκληρόφθαλμος
σκληρόφυής
σκληρόφυλλος
σκληρόψυχος
σκληρόω
σκληρυντικός
σκληρύνω
σκληρυσμός
σκλήρωμα
View word page
σκληρουργός
one of a corps of masons

ShortDef

one of a corps of masons

Debugging

Headword:
σκληρουργός
Headword (normalized):
σκληρουργός
Headword (normalized/stripped):
σκληρουργος
IDX:
80355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80356
Key:

Data

{'content': 'one of a corps of masons'}