Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληρόπους
σκληροπρόσωπος
σκλῆρος
σκληρός
σκληρόσαρκος
σκληρόστομος
σκληρόστρακος
σκληροσώματος
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληροτυχής
σκληρουργία
σκληρουργός
σκληροφθαλμία
σκληρόφθαλμος
σκληρόφυής
σκληρόφυλλος
σκληρόψυχος
σκληρόω
σκληρυντικός
σκληρύνω
View word page
σκληροτυχής
having hard luck

ShortDef

having hard luck

Debugging

Headword:
σκληροτυχής
Headword (normalized):
σκληροτυχής
Headword (normalized/stripped):
σκληροτυχης
IDX:
80353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80354
Key:

Data

{'content': 'having hard luck'}