Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληροποιός
σκληρόπους
σκληροπρόσωπος
σκλῆρος
σκληρός
σκληρόσαρκος
σκληρόστομος
σκληρόστρακος
σκληροσώματος
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληροτυχής
σκληρουργία
σκληρουργός
σκληροφθαλμία
σκληρόφθαλμος
σκληρόφυής
σκληρόφυλλος
σκληρόψυχος
σκληρόω
σκληρυντικός
View word page
σκληροτράχηλος
stiff-necked

ShortDef

stiff-necked

Debugging

Headword:
σκληροτράχηλος
Headword (normalized):
σκληροτράχηλος
Headword (normalized/stripped):
σκληροτραχηλος
IDX:
80352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80353
Key:

Data

{'content': 'stiff-necked'}