Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληροποιέω
σκληροποιός
σκληρόπους
σκληροπρόσωπος
σκλῆρος
σκληρός
σκληρόσαρκος
σκληρόστομος
σκληρόστρακος
σκληροσώματος
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληροτυχής
σκληρουργία
σκληρουργός
σκληροφθαλμία
σκληρόφθαλμος
σκληρόφυής
σκληρόφυλλος
σκληρόψυχος
σκληρόω
View word page
σκληρότης
hardness

ShortDef

hardness

Debugging

Headword:
σκληρότης
Headword (normalized):
σκληρότης
Headword (normalized/stripped):
σκληροτης
IDX:
80351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80352
Key:

Data

{'content': 'hardness'}