Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληροπαίκτης
σκληροποιέω
σκληροποιός
σκληρόπους
σκληροπρόσωπος
σκλῆρος
σκληρός
σκληρόσαρκος
σκληρόστομος
σκληρόστρακος
σκληροσώματος
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληροτυχής
σκληρουργία
σκληρουργός
σκληροφθαλμία
σκληρόφθαλμος
σκληρόφυής
σκληρόφυλλος
σκληρόψυχος
View word page
σκληροσώματος
with a hard body

ShortDef

with a hard body

Debugging

Headword:
σκληροσώματος
Headword (normalized):
σκληροσώματος
Headword (normalized/stripped):
σκληροσωματος
IDX:
80350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80351
Key:

Data

{'content': 'with a hard body'}