Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληροπαγής
σκληροπαίκτης
σκληροποιέω
σκληροποιός
σκληρόπους
σκληροπρόσωπος
σκλῆρος
σκληρός
σκληρόσαρκος
σκληρόστομος
σκληρόστρακος
σκληροσώματος
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληροτυχής
σκληρουργία
σκληρουργός
σκληροφθαλμία
σκληρόφθαλμος
σκληρόφυής
σκληρόφυλλος
View word page
σκληρόστρακος
hard-shelled

ShortDef

hard-shelled

Debugging

Headword:
σκληρόστρακος
Headword (normalized):
σκληρόστρακος
Headword (normalized/stripped):
σκληροστρακος
IDX:
80349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80350
Key:

Data

{'content': 'hard-shelled'}