Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνομοιώδης
ἀνομοίωσις
ἀνομολογέομαι
ἀνομολογητέον
ἀνομολογητέος
ἀνομολόγητος
ἀνομολογία
ἀνομόλογος
ἀνομολογούμενος
ἀνομοούσιος
ἄνομος
ἀνομόσημος
ἀνομοταγής
ἀνομόϋλος
ἀνονείδιστος
ἀνόνητος
ἀνόξυντος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἀνόπιν
ἄνοπλος
View word page
ἄνομος
without law, lawless

ShortDef

without law, lawless

Debugging

Headword:
ἄνομος
Headword (normalized):
ἄνομος
Headword (normalized/stripped):
ανομος
IDX:
8034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8035
Key:

Data

{'content': 'without law, lawless'}