Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληρολέκτης
σκληροπαγής
σκληροπαίκτης
σκληροποιέω
σκληροποιός
σκληρόπους
σκληροπρόσωπος
σκλῆρος
σκληρός
σκληρόσαρκος
σκληρόστομος
σκληρόστρακος
σκληροσώματος
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληροτυχής
σκληρουργία
σκληρουργός
σκληροφθαλμία
σκληρόφθαλμος
σκληρόφυής
View word page
σκληρόστομος
hard-mouthed

ShortDef

hard-mouthed

Debugging

Headword:
σκληρόστομος
Headword (normalized):
σκληρόστομος
Headword (normalized/stripped):
σκληροστομος
IDX:
80348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80349
Key:

Data

{'content': 'hard-mouthed'}