Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκληροκοιτέω
σκληρόκοκκος
σκληρολέκτης
σκληροπαγής
σκληροπαίκτης
σκληροποιέω
σκληροποιός
σκληρόπους
σκληροπρόσωπος
σκλῆρος
σκληρός
σκληρόσαρκος
σκληρόστομος
σκληρόστρακος
σκληροσώματος
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληροτυχής
σκληρουργία
σκληρουργός
σκληροφθαλμία
View word page
σκληρός
hard
ShortDef
hard
Debugging
Headword:
σκληρός
Headword (normalized):
σκληρός
Headword (normalized/stripped):
σκληρος
IDX:
80346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80347
Key:
Data
{'content': 'hard'}