Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληροκοίλιος
σκληροκοιτέω
σκληρόκοκκος
σκληρολέκτης
σκληροπαγής
σκληροπαίκτης
σκληροποιέω
σκληροποιός
σκληρόπους
σκληροπρόσωπος
σκλῆρος
σκληρός
σκληρόσαρκος
σκληρόστομος
σκληρόστρακος
σκληροσώματος
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληροτυχής
σκληρουργία
σκληρουργός
View word page
σκλῆρος
[lexical cite]

ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
σκλῆρος
Headword (normalized):
σκλῆρος
Headword (normalized/stripped):
σκληρος
IDX:
80345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80346
Key:

Data

{'content': '[lexical cite]'}