Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληρόκηρος
σκληροκοίλιος
σκληροκοιτέω
σκληρόκοκκος
σκληρολέκτης
σκληροπαγής
σκληροπαίκτης
σκληροποιέω
σκληροποιός
σκληρόπους
σκληροπρόσωπος
σκλῆρος
σκληρός
σκληρόσαρκος
σκληρόστομος
σκληρόστρακος
σκληροσώματος
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληροτυχής
σκληρουργία
View word page
σκληροπρόσωπος
hard, bold of face

ShortDef

hard, bold of face

Debugging

Headword:
σκληροπρόσωπος
Headword (normalized):
σκληροπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
σκληροπροσωπος
IDX:
80344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80345
Key:

Data

{'content': 'hard, bold of face'}