Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληροκέφαλον
σκληρόκηρος
σκληροκοίλιος
σκληροκοιτέω
σκληρόκοκκος
σκληρολέκτης
σκληροπαγής
σκληροπαίκτης
σκληροποιέω
σκληροποιός
σκληρόπους
σκληροπρόσωπος
σκλῆρος
σκληρός
σκληρόσαρκος
σκληρόστομος
σκληρόστρακος
σκληροσώματος
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληροτυχής
View word page
σκληρόπους
hard-footed

ShortDef

hard-footed

Debugging

Headword:
σκληρόπους
Headword (normalized):
σκληρόπους
Headword (normalized/stripped):
σκληροπους
IDX:
80343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80344
Key:

Data

{'content': 'hard-footed'}