Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληροκάρδιος
σκληροκέφαλον
σκληρόκηρος
σκληροκοίλιος
σκληροκοιτέω
σκληρόκοκκος
σκληρολέκτης
σκληροπαγής
σκληροπαίκτης
σκληροποιέω
σκληροποιός
σκληρόπους
σκληροπρόσωπος
σκλῆρος
σκληρός
σκληρόσαρκος
σκληρόστομος
σκληρόστρακος
σκληροσώματος
σκληρότης
σκληροτράχηλος
View word page
σκληροποιός
making hard, hardening

ShortDef

making hard, hardening

Debugging

Headword:
σκληροποιός
Headword (normalized):
σκληροποιός
Headword (normalized/stripped):
σκληροποιος
IDX:
80342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80343
Key:

Data

{'content': 'making hard, hardening'}