Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληροκαρδία
σκληροκάρδιος
σκληροκέφαλον
σκληρόκηρος
σκληροκοίλιος
σκληροκοιτέω
σκληρόκοκκος
σκληρολέκτης
σκληροπαγής
σκληροπαίκτης
σκληροποιέω
σκληροποιός
σκληρόπους
σκληροπρόσωπος
σκλῆρος
σκληρός
σκληρόσαρκος
σκληρόστομος
σκληρόστρακος
σκληροσώματος
σκληρότης
View word page
σκληροποιέω
harden

ShortDef

harden

Debugging

Headword:
σκληροποιέω
Headword (normalized):
σκληροποιέω
Headword (normalized/stripped):
σκληροποιεω
IDX:
80341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80342
Key:

Data

{'content': 'harden'}