Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκληροειδής
σκληρόθριξ
σκληροκαρδία
σκληροκάρδιος
σκληροκέφαλον
σκληρόκηρος
σκληροκοίλιος
σκληροκοιτέω
σκληρόκοκκος
σκληρολέκτης
σκληροπαγής
σκληροπαίκτης
σκληροποιέω
σκληροποιός
σκληρόπους
σκληροπρόσωπος
σκλῆρος
σκληρός
σκληρόσαρκος
σκληρόστομος
σκληρόστρακος
View word page
σκληροπαγής
firmly put together, hard
ShortDef
firmly put together, hard
Debugging
Headword:
σκληροπαγής
Headword (normalized):
σκληροπαγής
Headword (normalized/stripped):
σκληροπαγης
IDX:
80339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80340
Key:
Data
{'content': 'firmly put together, hard'}