Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληροδίαιτος
σκληροειδής
σκληρόθριξ
σκληροκαρδία
σκληροκάρδιος
σκληροκέφαλον
σκληρόκηρος
σκληροκοίλιος
σκληροκοιτέω
σκληρόκοκκος
σκληρολέκτης
σκληροπαγής
σκληροπαίκτης
σκληροποιέω
σκληροποιός
σκληρόπους
σκληροπρόσωπος
σκλῆρος
σκληρός
σκληρόσαρκος
σκληρόστομος
View word page
σκληρολέκτης
harsh-speaking

ShortDef

harsh-speaking

Debugging

Headword:
σκληρολέκτης
Headword (normalized):
σκληρολέκτης
Headword (normalized/stripped):
σκληρολεκτης
IDX:
80338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80339
Key:

Data

{'content': 'harsh-speaking'}