Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληρόδερμος
σκληροδίαιτος
σκληροειδής
σκληρόθριξ
σκληροκαρδία
σκληροκάρδιος
σκληροκέφαλον
σκληρόκηρος
σκληροκοίλιος
σκληροκοιτέω
σκληρόκοκκος
σκληρολέκτης
σκληροπαγής
σκληροπαίκτης
σκληροποιέω
σκληροποιός
σκληρόπους
σκληροπρόσωπος
σκλῆρος
σκληρός
σκληρόσαρκος
View word page
σκληρόκοκκος
with hard seeds

ShortDef

with hard seeds

Debugging

Headword:
σκληρόκοκκος
Headword (normalized):
σκληρόκοκκος
Headword (normalized/stripped):
σκληροκοκκος
IDX:
80337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80338
Key:

Data

{'content': 'with hard seeds'}