Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληρογνώμων
σκληρόδερμος
σκληροδίαιτος
σκληροειδής
σκληρόθριξ
σκληροκαρδία
σκληροκάρδιος
σκληροκέφαλον
σκληρόκηρος
σκληροκοίλιος
σκληροκοιτέω
σκληρόκοκκος
σκληρολέκτης
σκληροπαγής
σκληροπαίκτης
σκληροποιέω
σκληροποιός
σκληρόπους
σκληροπρόσωπος
σκλῆρος
σκληρός
View word page
σκληροκοιτέω
sleep on a hard bed

ShortDef

sleep on a hard bed

Debugging

Headword:
σκληροκοιτέω
Headword (normalized):
σκληροκοιτέω
Headword (normalized/stripped):
σκληροκοιτεω
IDX:
80336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80337
Key:

Data

{'content': 'sleep on a hard bed'}