Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληρόγεως
σκληρογνώμων
σκληρόδερμος
σκληροδίαιτος
σκληροειδής
σκληρόθριξ
σκληροκαρδία
σκληροκάρδιος
σκληροκέφαλον
σκληρόκηρος
σκληροκοίλιος
σκληροκοιτέω
σκληρόκοκκος
σκληρολέκτης
σκληροπαγής
σκληροπαίκτης
σκληροποιέω
σκληροποιός
σκληρόπους
σκληροπρόσωπος
σκλῆρος
View word page
σκληροκοίλιος
costive

ShortDef

costive

Debugging

Headword:
σκληροκοίλιος
Headword (normalized):
σκληροκοίλιος
Headword (normalized/stripped):
σκληροκοιλιος
IDX:
80335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80336
Key:

Data

{'content': 'costive'}