Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληρόβιος
σκληρόγεως
σκληρογνώμων
σκληρόδερμος
σκληροδίαιτος
σκληροειδής
σκληρόθριξ
σκληροκαρδία
σκληροκάρδιος
σκληροκέφαλον
σκληρόκηρος
σκληροκοίλιος
σκληροκοιτέω
σκληρόκοκκος
σκληρολέκτης
σκληροπαγής
σκληροπαίκτης
σκληροποιέω
σκληροποιός
σκληρόπους
σκληροπρόσωπος
View word page
σκληρόκηρος
overlaid with hard wax

ShortDef

overlaid with hard wax

Debugging

Headword:
σκληρόκηρος
Headword (normalized):
σκληρόκηρος
Headword (normalized/stripped):
σκληροκηρος
IDX:
80334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80335
Key:

Data

{'content': 'overlaid with hard wax'}