Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκληρίασις
σκληρόβιος
σκληρόγεως
σκληρογνώμων
σκληρόδερμος
σκληροδίαιτος
σκληροειδής
σκληρόθριξ
σκληροκαρδία
σκληροκάρδιος
σκληροκέφαλον
σκληρόκηρος
σκληροκοίλιος
σκληροκοιτέω
σκληρόκοκκος
σκληρολέκτης
σκληροπαγής
σκληροπαίκτης
σκληροποιέω
σκληροποιός
σκληρόπους
View word page
σκληροκέφαλον
spider
ShortDef
spider
Debugging
Headword:
σκληροκέφαλον
Headword (normalized):
σκληροκέφαλον
Headword (normalized/stripped):
σκληροκεφαλον
IDX:
80333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80334
Key:
Data
{'content': 'spider'}