Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληρία
σκληρίασις
σκληρόβιος
σκληρόγεως
σκληρογνώμων
σκληρόδερμος
σκληροδίαιτος
σκληροειδής
σκληρόθριξ
σκληροκαρδία
σκληροκάρδιος
σκληροκέφαλον
σκληρόκηρος
σκληροκοίλιος
σκληροκοιτέω
σκληρόκοκκος
σκληρολέκτης
σκληροπαγής
σκληροπαίκτης
σκληροποιέω
σκληροποιός
View word page
σκληροκάρδιος
hard-hearted, stubborn

ShortDef

hard-hearted, stubborn

Debugging

Headword:
σκληροκάρδιος
Headword (normalized):
σκληροκάρδιος
Headword (normalized/stripped):
σκληροκαρδιος
IDX:
80332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80333
Key:

Data

{'content': 'hard-hearted, stubborn'}