Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληραύχην
σκληρευνία
σκληρία
σκληρίασις
σκληρόβιος
σκληρόγεως
σκληρογνώμων
σκληρόδερμος
σκληροδίαιτος
σκληροειδής
σκληρόθριξ
σκληροκαρδία
σκληροκάρδιος
σκληροκέφαλον
σκληρόκηρος
σκληροκοίλιος
σκληροκοιτέω
σκληρόκοκκος
σκληρολέκτης
σκληροπαγής
σκληροπαίκτης
View word page
σκληρόθριξ
with hard, coarse hair

ShortDef

with hard, coarse hair

Debugging

Headword:
σκληρόθριξ
Headword (normalized):
σκληρόθριξ
Headword (normalized/stripped):
σκληροθριξ
IDX:
80330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80331
Key:

Data

{'content': 'with hard, coarse hair'}