Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληράργιλλος
σκληρασία
σκληραύχην
σκληρευνία
σκληρία
σκληρίασις
σκληρόβιος
σκληρόγεως
σκληρογνώμων
σκληρόδερμος
σκληροδίαιτος
σκληροειδής
σκληρόθριξ
σκληροκαρδία
σκληροκάρδιος
σκληροκέφαλον
σκληρόκηρος
σκληροκοίλιος
σκληροκοιτέω
σκληρόκοκκος
σκληρολέκτης
View word page
σκληροδίαιτος
of a hard, austere way of life

ShortDef

of a hard, austere way of life

Debugging

Headword:
σκληροδίαιτος
Headword (normalized):
σκληροδίαιτος
Headword (normalized/stripped):
σκληροδιαιτος
IDX:
80328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80329
Key:

Data

{'content': 'of a hard, austere way of life'}