Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκληραγωγία
σκληράργιλλος
σκληρασία
σκληραύχην
σκληρευνία
σκληρία
σκληρίασις
σκληρόβιος
σκληρόγεως
σκληρογνώμων
σκληρόδερμος
σκληροδίαιτος
σκληροειδής
σκληρόθριξ
σκληροκαρδία
σκληροκάρδιος
σκληροκέφαλον
σκληρόκηρος
σκληροκοίλιος
σκληροκοιτέω
σκληρόκοκκος
View word page
σκληρόδερμος
with hard skin

ShortDef

with hard skin

Debugging

Headword:
σκληρόδερμος
Headword (normalized):
σκληρόδερμος
Headword (normalized/stripped):
σκληροδερμος
IDX:
80327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80328
Key:

Data

{'content': 'with hard skin'}