Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκληραγωγέω
σκληραγωγία
σκληράργιλλος
σκληρασία
σκληραύχην
σκληρευνία
σκληρία
σκληρίασις
σκληρόβιος
σκληρόγεως
σκληρογνώμων
σκληρόδερμος
σκληροδίαιτος
σκληροειδής
σκληρόθριξ
σκληροκαρδία
σκληροκάρδιος
σκληροκέφαλον
σκληρόκηρος
σκληροκοίλιος
σκληροκοιτέω
View word page
σκληρογνώμων
hard-hearted
ShortDef
hard-hearted
Debugging
Headword:
σκληρογνώμων
Headword (normalized):
σκληρογνώμων
Headword (normalized/stripped):
σκληρογνωμων
IDX:
80326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80327
Key:
Data
{'content': 'hard-hearted'}