Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκλῆμα
σκληραγωγέω
σκληραγωγία
σκληράργιλλος
σκληρασία
σκληραύχην
σκληρευνία
σκληρία
σκληρίασις
σκληρόβιος
σκληρόγεως
σκληρογνώμων
σκληρόδερμος
σκληροδίαιτος
σκληροειδής
σκληρόθριξ
σκληροκαρδία
σκληροκάρδιος
σκληροκέφαλον
σκληρόκηρος
σκληροκοίλιος
View word page
σκληρόγεως
with a hard soil

ShortDef

with a hard soil

Debugging

Headword:
σκληρόγεως
Headword (normalized):
σκληρόγεως
Headword (normalized/stripped):
σκληρογεως
IDX:
80325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80326
Key:

Data

{'content': 'with a hard soil'}