Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκιωτός
σκλῆμα
σκληραγωγέω
σκληραγωγία
σκληράργιλλος
σκληρασία
σκληραύχην
σκληρευνία
σκληρία
σκληρίασις
σκληρόβιος
σκληρόγεως
σκληρογνώμων
σκληρόδερμος
σκληροδίαιτος
σκληροειδής
σκληρόθριξ
σκληροκαρδία
σκληροκάρδιος
σκληροκέφαλον
σκληρόκηρος
View word page
σκληρόβιος
leading a hard life

ShortDef

leading a hard life

Debugging

Headword:
σκληρόβιος
Headword (normalized):
σκληρόβιος
Headword (normalized/stripped):
σκληροβιος
IDX:
80324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80325
Key:

Data

{'content': 'leading a hard life'}