Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σκίταλοι
σκιφατόμος
σκίφη
σκιφίας
σκίφος
σκιώδης
Σκιωναῖος
Σκιώνη
σκιωτός
σκλῆμα
σκληραγωγέω
σκληραγωγία
σκληράργιλλος
σκληρασία
σκληραύχην
σκληρευνία
σκληρία
σκληρίασις
σκληρόβιος
σκληρόγεως
σκληρογνώμων
View word page
σκληραγωγέω
to bring up hardy

ShortDef

to bring up hardy

Debugging

Headword:
σκληραγωγέω
Headword (normalized):
σκληραγωγέω
Headword (normalized/stripped):
σκληραγωγεω
IDX:
80316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80317
Key:

Data

{'content': 'to bring up hardy'}