Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκιταλίζω
Σκίταλοι
σκιφατόμος
σκίφη
σκιφίας
σκίφος
σκιώδης
Σκιωναῖος
Σκιώνη
σκιωτός
σκλῆμα
σκληραγωγέω
σκληραγωγία
σκληράργιλλος
σκληρασία
σκληραύχην
σκληρευνία
σκληρία
σκληρίασις
σκληρόβιος
σκληρόγεως
View word page
σκλῆμα
dryness, hardness, induration

ShortDef

dryness, hardness, induration

Debugging

Headword:
σκλῆμα
Headword (normalized):
σκλῆμα
Headword (normalized/stripped):
σκλημα
IDX:
80315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80316
Key:

Data

{'content': 'dryness, hardness, induration'}