Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκίρωσις
σκιταλίζω
Σκίταλοι
σκιφατόμος
σκίφη
σκιφίας
σκίφος
σκιώδης
Σκιωναῖος
Σκιώνη
σκιωτός
σκλῆμα
σκληραγωγέω
σκληραγωγία
σκληράργιλλος
σκληρασία
σκληραύχην
σκληρευνία
σκληρία
σκληρίασις
σκληρόβιος
View word page
σκιωτός
striped

ShortDef

striped

Debugging

Headword:
σκιωτός
Headword (normalized):
σκιωτός
Headword (normalized/stripped):
σκιωτος
IDX:
80314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80315
Key:

Data

{'content': 'striped'}