Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκιρτοπόδης
σκιρτοποιέω
Σκίρτος
σκιρτών
σκιρώδης
Σκίρων
σκίρωσις
σκιταλίζω
Σκίταλοι
σκιφατόμος
σκίφη
σκιφίας
σκίφος
σκιώδης
Σκιωναῖος
Σκιώνη
σκιωτός
σκλῆμα
σκληραγωγέω
σκληραγωγία
σκληράργιλλος
View word page
σκίφη
miserliness
ShortDef
miserliness
Debugging
Headword:
σκίφη
Headword (normalized):
σκίφη
Headword (normalized/stripped):
σκιφη
IDX:
80308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80309
Key:
Data
{'content': 'miserliness'}