Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκιρτητικός
σκιρτοπόδης
σκιρτοποιέω
Σκίρτος
σκιρτών
σκιρώδης
Σκίρων
σκίρωσις
σκιταλίζω
Σκίταλοι
σκιφατόμος
σκίφη
σκιφίας
σκίφος
σκιώδης
Σκιωναῖος
Σκιώνη
σκιωτός
σκλῆμα
σκληραγωγέω
σκληραγωγία
View word page
σκιφατόμος
cutter of palms for

ShortDef

cutter of palms for

Debugging

Headword:
σκιφατόμος
Headword (normalized):
σκιφατόμος
Headword (normalized/stripped):
σκιφατομος
IDX:
80307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80308
Key:

Data

{'content': 'cutter of palms for'}