Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκίρτησις
σκιρτητής
σκιρτητικός
σκιρτοπόδης
σκιρτοποιέω
Σκίρτος
σκιρτών
σκιρώδης
Σκίρων
σκίρωσις
σκιταλίζω
Σκίταλοι
σκιφατόμος
σκίφη
σκιφίας
σκίφος
σκιώδης
Σκιωναῖος
Σκιώνη
σκιωτός
σκλῆμα
View word page
σκιταλίζω
to be lustful
ShortDef
to be lustful
Debugging
Headword:
σκιταλίζω
Headword (normalized):
σκιταλίζω
Headword (normalized/stripped):
σκιταλιζω
IDX:
80305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80306
Key:
Data
{'content': 'to be lustful'}