Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκιρτηδόν
σκίρτημα
σκιρτηματικῶς
σκίρτησις
σκιρτητής
σκιρτητικός
σκιρτοπόδης
σκιρτοποιέω
Σκίρτος
σκιρτών
σκιρώδης
Σκίρων
σκίρωσις
σκιταλίζω
Σκίταλοι
σκιφατόμος
σκίφη
σκιφίας
σκίφος
σκιώδης
Σκιωναῖος
View word page
σκιρώδης
of a hard nature, callous
ShortDef
of a hard nature, callous
Debugging
Headword:
σκιρώδης
Headword (normalized):
σκιρώδης
Headword (normalized/stripped):
σκιρωδης
IDX:
80302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80303
Key:
Data
{'content': 'of a hard nature, callous'}