Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκῖρος
Σκιροφοριών
σκιρτάω
σκιρτηδόν
σκίρτημα
σκιρτηματικῶς
σκίρτησις
σκιρτητής
σκιρτητικός
σκιρτοπόδης
σκιρτοποιέω
Σκίρτος
σκιρτών
σκιρώδης
Σκίρων
σκίρωσις
σκιταλίζω
Σκίταλοι
σκιφατόμος
σκίφη
σκιφίας
View word page
σκιρτοποιέω
make to leap

ShortDef

make to leap

Debugging

Headword:
σκιρτοποιέω
Headword (normalized):
σκιρτοποιέω
Headword (normalized/stripped):
σκιρτοποιεω
IDX:
80299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80300
Key:

Data

{'content': 'make to leap'}