Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκιρός
σκῖρος
Σκιροφοριών
σκιρτάω
σκιρτηδόν
σκίρτημα
σκιρτηματικῶς
σκίρτησις
σκιρτητής
σκιρτητικός
σκιρτοπόδης
σκιρτοποιέω
Σκίρτος
σκιρτών
σκιρώδης
Σκίρων
σκίρωσις
σκιταλίζω
Σκίταλοι
σκιφατόμος
σκίφη
View word page
σκιρτοπόδης
spring-footed

ShortDef

spring-footed

Debugging

Headword:
σκιρτοπόδης
Headword (normalized):
σκιρτοπόδης
Headword (normalized/stripped):
σκιρτοποδης
IDX:
80298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80299
Key:

Data

{'content': 'spring-footed'}