Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκιρόομαι
σκιρός
σκῖρος
Σκιροφοριών
σκιρτάω
σκιρτηδόν
σκίρτημα
σκιρτηματικῶς
σκίρτησις
σκιρτητής
σκιρτητικός
σκιρτοπόδης
σκιρτοποιέω
Σκίρτος
σκιρτών
σκιρώδης
Σκίρων
σκίρωσις
σκιταλίζω
Σκίταλοι
σκιφατόμος
View word page
σκιρτητικός
skittish, unruly

ShortDef

skittish, unruly

Debugging

Headword:
σκιρτητικός
Headword (normalized):
σκιρτητικός
Headword (normalized/stripped):
σκιρτητικος
IDX:
80297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80298
Key:

Data

{'content': 'skittish, unruly'}