Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκίρον
σκιρόομαι
σκιρός
σκῖρος
Σκιροφοριών
σκιρτάω
σκιρτηδόν
σκίρτημα
σκιρτηματικῶς
σκίρτησις
σκιρτητής
σκιρτητικός
σκιρτοπόδης
σκιρτοποιέω
Σκίρτος
σκιρτών
σκιρώδης
Σκίρων
σκίρωσις
σκιταλίζω
Σκίταλοι
View word page
σκιρτητής
a leaper

ShortDef

a leaper

Debugging

Headword:
σκιρτητής
Headword (normalized):
σκιρτητής
Headword (normalized/stripped):
σκιρτητης
IDX:
80296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80297
Key:

Data

{'content': 'a leaper'}