Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκῖρον
σκίρον
σκιρόομαι
σκιρός
σκῖρος
Σκιροφοριών
σκιρτάω
σκιρτηδόν
σκίρτημα
σκιρτηματικῶς
σκίρτησις
σκιρτητής
σκιρτητικός
σκιρτοπόδης
σκιρτοποιέω
Σκίρτος
σκιρτών
σκιρώδης
Σκίρων
σκίρωσις
σκιταλίζω
View word page
σκίρτησις
a bounding, leaping

ShortDef

a bounding, leaping

Debugging

Headword:
σκίρτησις
Headword (normalized):
σκίρτησις
Headword (normalized/stripped):
σκιρτησις
IDX:
80295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80296
Key:

Data

{'content': 'a bounding, leaping'}