Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σκιρῖτις
σκῖρον
σκίρον
σκιρόομαι
σκιρός
σκῖρος
Σκιροφοριών
σκιρτάω
σκιρτηδόν
σκίρτημα
σκιρτηματικῶς
σκίρτησις
σκιρτητής
σκιρτητικός
σκιρτοπόδης
σκιρτοποιέω
Σκίρτος
σκιρτών
σκιρώδης
Σκίρων
σκίρωσις
View word page
σκιρτηματικῶς
skittishly

ShortDef

skittishly

Debugging

Headword:
σκιρτηματικῶς
Headword (normalized):
σκιρτηματικῶς
Headword (normalized/stripped):
σκιρτηματικως
IDX:
80294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80295
Key:

Data

{'content': 'skittishly'}