Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκιρίτης
Σκιρῖτις
σκῖρον
σκίρον
σκιρόομαι
σκιρός
σκῖρος
Σκιροφοριών
σκιρτάω
σκιρτηδόν
σκίρτημα
σκιρτηματικῶς
σκίρτησις
σκιρτητής
σκιρτητικός
σκιρτοπόδης
σκιρτοποιέω
Σκίρτος
σκιρτών
σκιρώδης
Σκίρων
View word page
σκίρτημα
a bound, leap
ShortDef
a bound, leap
Debugging
Headword:
σκίρτημα
Headword (normalized):
σκίρτημα
Headword (normalized/stripped):
σκιρτημα
IDX:
80293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80294
Key:
Data
{'content': 'a bound, leap'}