Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σκιρῖται
σκιρίτης
Σκιρῖτις
σκῖρον
σκίρον
σκιρόομαι
σκιρός
σκῖρος
Σκιροφοριών
σκιρτάω
σκιρτηδόν
σκίρτημα
σκιρτηματικῶς
σκίρτησις
σκιρτητής
σκιρτητικός
σκιρτοπόδης
σκιρτοποιέω
Σκίρτος
σκιρτών
σκιρώδης
View word page
σκιρτηδόν
by leaps

ShortDef

by leaps

Debugging

Headword:
σκιρτηδόν
Headword (normalized):
σκιρτηδόν
Headword (normalized/stripped):
σκιρτηδον
IDX:
80292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80293
Key:

Data

{'content': 'by leaps'}